κορφάδα

κορφάδα
η [κορφή]
ο τρυφερός άκρος βλαστός τών φυτών και ιδίως τής κολοκυθιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθοκορφάδες — οι τα άνθη και οι βλαστοί τού φυτού κολοκυθιά καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα + κορφάδα (< κορφή < κορυφή)] …   Dictionary of Greek

  • κορυφάδα — η (Α κορυφάς, άδος) [κορυφή] νεοελλ. η κορφάδα* αρχ. το σημείο τού ομφαλού που προεξέχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”